- καπνιστός
- -ή, -ό (AM καπνιστός, -ή, -όν) [καπνίζω](για κρέατα, ψάρια κ.ά. τρόφιμα) ο συντηρημένος με την επίδραση τού καπνού («καπνιστὰ ἑφθὰ κρέα», Αθήν.)νεοελλ.(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα καπνιστάσυντηρημένα κρέατα ή ψάρια με ειδική κατεργασία καπνίσματος («καπνιστές ρέγγες»)μσν.(για φύλλα φυτού) ξεραμένος στον καπνόαρχ.1. ο χρήσιμος για κάπνισμα τροφίμων2. φρ. «καπνιστὸν ἔλαιον» — είδος εύοσμου ελαίου.
Dictionary of Greek. 2013.